- μπάνγκαλοoυ
- (bungalow). Όρος ινδικής καταγωγής (σημαίνει «βεγγαλική» κατοικία) για σπιτάκια αποικιακού τύπου που χρησιμοποιούσαν οι Ευρωπαίοι άποικοι στις περιοχές με τροπικό κλίμα. Το μ. είναι ελαφριά κατασκευή, κατά κανόνα ξύλινη, με εξοχικό χαρακτήρα· συνήθως αποτελείται από έναν μόνο όροφο ελαφρά υπερυψωμένο από το έδαφος. Η πλατιά στέγη προεξέχει πολύ, στηρίζεται σε ξύλινους ή χτιστούς στύλους και δημιουργεί μια ζώνη σκιάς γύρω από το οικοδόμημα, το οποίο συμπληρώνεται με βεράντες που σκεπάζονται κι αυτές από την προέκταση της στέγης. Στην Ευρώπη ο όρος έχει σήμερα επεκταθεί και περιλαμβάνει ειδικότερα τις μικρές κατασκευές των τουριστικών συγκροτημάτων.
Dictionary of Greek. 2013.